- προσαιθριζω
- προσαιθρίζωπροσ-αιθρίζωподнимать на воздух, (об огне) вздувать, раздувать
(πόμπιμον φλόγα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόμπιμον φλόγα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαιθρίζω — Α στέλνω κάτι ψηλά προς τον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θ. αιθρ τού αἰθήρ, έρος (πρβλ. αἴθρ ιος), βλ. λ. αἰθέρας] … Dictionary of Greek
προσαιθρίζουσα — προσαιθρίζω send into the air pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προσαιθρίζω send into the air pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)